- καμηλοβάτης
- καμηλοβάτης, ὁ (Α)αυτός που καβαλικεύει καμήλα, αναβάτης καμήλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης, σχοινο-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek